-
1 οὐραγέω
A to be οὐραγός, lead the rear, App.Hisp.86, Suid.: generally, to be in the rear, Plb.4.11.6, LXX Jo.6.8, D.S.13.18, App.Hisp. 48.II τὸ -οῦν ζυγόν the rank consisting ofοὐραγοί 2
, Ascl.Tact. 10.14.III metaph., lag behind,ἐν ὥρᾳ ἐξεγείρου καὶ μὴ οὐράγει LXX Si.35.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐραγέω
См. также в других словарях:
ουραγώ — (Α οὐραγῶ, έω) [ουραγός] 1. είμαι ουραγός, διοικώ την ουραγία 2. είμαι στην ουρά, στο τέλος μιας σειράς ή μιας κατάταξης, ακολουθώ τελευταίος αρχ. 1. μτφ. καθυστερώ, βραδύνω («ἐν ὥρᾳ ἐξεγείρου καὶ μὴ οὐράγει», ΠΔ) 2. φρ. «τὸ οὐραγοῡν ζυγόν» οι… … Dictionary of Greek